αστυνομικός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αστυνομικός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αστυνομικός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) polic ενικός πληθυντικός ονομαστική ο αστυνομικός οι αστυνομικοί γενική του αστυνομικού των αστυνομικών αιτιατική τον αστυνομικό τους αστυνομικούς κλητική αστυνομικέ αστυνομικοί [cite]