(μετοχή-pjesore)
i siguruar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ασφαλισμένος | ασφαλισμένη | ασφαλισμένο |
γενική | ασφαλισμένου | ασφαλισμένης | ασφαλισμένου |
αιτιατική | ασφαλισμένο | ασφαλισμένη | ασφαλισμένο |
κλητική | ασφαλισμένε | ασφαλισμένη | ασφαλισμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ασφαλισμένοι | ασφαλισμένες | ασφαλισμένα |
γενική | ασφαλισμένων | ασφαλισμένων | ασφαλισμένων |
αιτιατική | ασφαλισμένους | ασφαλισμένες | ασφαλισμένα |
κλητική | ασφαλισμένοι | ασφαλισμένες | ασφαλισμένα |
[cite]