ατέλεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ατέλεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ατέλεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) cen papërsosmëri ενικός πληθυντικός ονομαστική η ατέλεια οι ατέλειες γενική της ατέλειας των ατελειών αιτιατική την ατέλεια τις ατέλειες κλητική ατέλεια ατέλειες [cite]