(επίθετο – mbiemër)
i pavarur
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυτάρκης | αυτάρκης | αύταρκες |
γενική | αυτάρκους | αυτάρκους | αυτάρκους |
αιτιατική | αυτάρκη | αυτάρκη | αύταρκες |
κλητική | αυτάρκη(ς) | αυτάρκης | αύταρκες |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυτάρκεις | αυτάρκεις | αυτάρκη |
γενική | αυτάρκων | αυτάρκων | αυτάρκων |
αιτιατική | αυτάρκεις | αυτάρκεις | αυτάρκη |
κλητική | αυτάρκεις | αυτάρκεις | αυτάρκη |
[cite]