αυτοκίνητο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αυτοκίνητο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αυτοκίνητο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) makinë ενικός πληθυντικός ονομαστική το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα γενική του αυτοκινήτου των αυτοκινήτων αιτιατική το αυτοκίνητο τα αυτοκίνητα κλητική αυτοκίνητο αυτοκίνητα [cite]