αφαιρούμενος


αφαιρούμενος

(μετοχή-pjesore)

që hiqet
i ndashëm

ενικός
ονομαστική αφαιρούμενος αφαιρούμενη αφαιρούμενο
γενική αφαιρούμενου αφαιρούμενης αφαιρούμενου
αιτιατική αφαιρούμενο αφαιρούμενη αφαιρούμενο
κλητική αφαιρούμενε αφαιρούμενη αφαιρούμενο
πληθυντικός
ονομαστική αφαιρούμενοι αφαιρούμενες αφαιρούμενα
γενική αφαιρούμενων αφαιρούμενων αφαιρούμενων
αιτιατική αφαιρούμενους αφαιρούμενες αφαιρούμενα
κλητική αφαιρούμενοι αφαιρούμενες αφαιρούμενα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *