(επίθετο – mbiemër)
faqezi
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αχρείος | αχρεία | αχρείο |
γενική | αχρείου | αχρείας | αχρείου |
αιτιατική | αχρείο | αχρεία | αχρείο |
κλητική | αχρείε | αχρεία | αχρείο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αχρείοι | αχρείες | αχρεία |
γενική | αχρείων | αχρείων | αχρείων |
αιτιατική | αχρείους | αχρείες | αχρεία |
κλητική | αχρείοι | αχρείες | αχρεία |
[cite]