αψίδα


αψίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

hark

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αψίδα οι αψίδες
γενική της αψίδας των αψίδων
αιτιατική την αψίδα τις αψίδες
κλητική αψίδα αψίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *