βάθος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βάθος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βάθος.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) thellësi ενικός πληθυντικός ονομαστική το βάθος τα βάθη γενική του βάθους των βαθών αιτιατική το βάθος τα βάθη κλητική βάθος βάθη [cite]