βορράς Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βορράς https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βορράς.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) veri ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βορράς γενική του βορρά αιτιατική το βορρά κλητική βορρά [cite]