βουλιμία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βουλιμία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βουλιμία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) bulimia ενικός πληθυντικός ονομαστική η βουλιμία οι βουλιμίες γενική της βουλιμίας των βουλιμιών αιτιατική τη βουλιμία τις βουλιμίες κλητική βουλιμία βουλιμίες [cite]