βουλιμία


βουλιμία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bulimia

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βουλιμία οι βουλιμίες
γενική της βουλιμίας των βουλιμιών
αιτιατική τη βουλιμία τις βουλιμίες
κλητική βουλιμία βουλιμίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *