Βραζιλιάνος


Βραζιλιάνος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

brazilian

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Βραζιλιάνος οι Βραζιλιάνοι
γενική του Βραζιλιάνου των Βραζιλιάνων
αιτιατική το Βραζιλιάνο τους Βραζιλιάνους
κλητική Βραζιλιάνε Βραζιλιάνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *