βραχίονας


βραχίονας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

krah

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βραχίονας οι βραχίονες
γενική του βραχίονα των βραχιόνων
αιτιατική το βραχίονα τους βραχίονες
κλητική βραχίονα βραχίονες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *