βόρειος


βόρειος

(επίθετο – mbiemër)

veri

ενικός
ονομαστική βόρειος βόρεια βόρειο
γενική βόρειου βόρειας βόρειου
αιτιατική βόρειο βόρεια βόρειο
κλητική βόρειε βόρεια βόρειο
πληθυντικός
ονομαστική βόρειοι βόρειες βόρεια
γενική βόρειων βόρειων βόρειων
αιτιατική βόρειους βόρειες βόρεια
κλητική βόρειοι βόρειες βόρεια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *