γάντζος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply γάντζος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/γάντζος.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) çengel kanxhë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο γάντζος οι γάντζοι γενική του γάντζου των γάντζων αιτιατική το γάντζο τους γάντζους κλητική γάντζε γάντζοι [cite]