γάτα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply γάτα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/γάτα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mace ενικός πληθυντικός ονομαστική η γάτα οι γάτες γενική της γάτας των γατών αιτιατική τη γάτα τις γάτες κλητική γάτα γάτες [cite]