γέλιο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply γέλιο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/γέλιο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) qeshje ενικός πληθυντικός ονομαστική το γέλιο τα γέλια γενική του γέλιου των γέλιων αιτιατική το γέλιο τα γέλια κλητική γέλιο γέλια [cite]