γαλότσες


γαλότσες

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

galloshe

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η γαλότσα οι γαλότσες
γενική της γαλότσας των γαλοτσών
αιτιατική τη γαλότσα τις γαλότσες
κλητική γαλότσα γαλότσες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *