γαργαλιστικός


γαργαλιστικός

(επίθετο – mbiemër)

gudulisës
që guguliset

ενικός
ονομαστική γαργαλιστικός γαργαλιστική γαργαλιστικό
γενική γαργαλιστικού γαργαλιστικής γαργαλιστικού
αιτιατική γαργαλιστικό γαργαλιστική γαργαλιστικό
κλητική γαργαλιστικέ γαργαλιστική γαργαλιστικό
πληθυντικός
ονομαστική γαργαλιστικοί γαργαλιστικές γαργαλιστικά
γενική γαργαλιστικών γαργαλιστικών γαργαλιστικών
αιτιατική γαργαλιστικούς γαργαλιστικές γαργαλιστικά
κλητική γαργαλιστικοί γαργαλιστικές γαργαλιστικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *