φάλαινα


φάλαινα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

balenë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φάλαινα οι φάλαινες
γενική της φάλαινας των φαλαινών
αιτιατική τη φάλαινα τις φάλαινες
κλητική φάλαινα φάλαινες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *