φαγκότο


φαγκότο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fagot

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φαγκότο τα φαγκότα
γενική του φαγκότου των φαγκότων
αιτιατική το φαγκότο τα φαγκότα
κλητική φαγκότο φαγκότα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *