(επίθετο – mbiemër)
fanatik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φανατικός | φανατική | φανατικό |
γενική | φανατικού | φανατικής | φανατικού |
αιτιατική | φανατικό | φανατική | φανατικό |
κλητική | φανατικέ | φανατική | φανατικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φανατικοί | φανατικές | φανατικά |
γενική | φανατικών | φανατικών | φανατικών |
αιτιατική | φανατικούς | φανατικές | φανατικά |
κλητική | φανατικοί | φανατικές | φανατικά |
[cite]