φασόλι


φασόλι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fasule

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φασόλι τα φασόλια
γενική του φασολιού των φασολιών
αιτιατική το φασόλι τα φασόλια
κλητική φασόλι φασόλια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *