Φεβρουάριος


Φεβρουάριος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

muaji shkurt

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Φεβρουάριος οι Φεβρουάριοι
γενική του Φεβρουαρίου των Φεβρουαρίων
αιτιατική το Φεβρουάριο τους Φεβρουαρίους
κλητική Φεβρουάριε Φεβρουάριοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *