(μετοχή-pjesore)
i supozuar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φερόμενος | φερόμενη | φερόμενο |
γενική | φερόμενου | φερόμενης | φερόμενου |
αιτιατική | φερόμενο | φερόμενη | φερόμενο |
κλητική | φερόμενε | φερόμενη | φερόμενο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φερόμενοι | φερόμενες | φερόμενα |
γενική | φερόμενων | φερόμενων | φερόμενων |
αιτιατική | φερόμενους | φερόμενες | φερόμενα |
κλητική | φερόμενοι | φερόμενες | φερόμενα |
[cite]