(επίθετο – mbiemër)
finlandez
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φιλανδικός | φιλανδική | φιλανδικό |
γενική | φιλανδικού | φιλανδικής | φιλανδικού |
αιτιατική | φιλανδικό | φιλανδική | φιλανδικό |
κλητική | φιλανδικέ | φιλανδική | φιλανδικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φιλανδικοί | φιλανδικές | φιλανδικά |
γενική | φιλανδικών | φιλανδικών | φιλανδικών |
αιτιατική | φιλανδικούς | φιλανδικές | φιλανδικά |
κλητική | φιλανδικοί | φιλανδικές | φιλανδικά |
[cite]