φοίνικας


φοίνικας

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

palmë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φοίνικας οι φοίνικες
γενική του φοίνικα των φοινίκων
αιτιατική το φοίνικα τους φοίνικες
κλητική φοίνικα φοίνικες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *