φορητός


φορητός

(επίθετο – mbiemër)

portativ

 

ενικός
ονομαστική φορητός φορητή φορητό
γενική φορητού φορητής φορητού
αιτιατική φορητό φορητή φορητό
κλητική φορητέ φορητή φορητό
πληθυντικός
ονομαστική φορητοί φορητές φορητά
γενική φορητών φορητών φορητών
αιτιατική φορητούς φορητές φορητά
κλητική φορητοί φορητές φορητά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *