φράντζα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φράντζα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φράντζα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) balluke cullufe ενικός πληθυντικός ονομαστική η φράντζα οι φράντζες γενική της φράντζας των φραντζών αιτιατική τη φράντζα τις φράντζες κλητική φράντζα φράντζες [cite]