(επίθετο – mbiemër)
i çmendur
i marrë
i papërgjegjshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φρενοβλαβής | φρενοβλαβής | φρενοβλαβές |
γενική | φρενοβλαβούς | φρενοβλαβούς | φρενοβλαβούς |
αιτιατική | φρενοβλαβή | φρενοβλαβή | φρενοβλαβές |
κλητική | φρενοβλαβή(ς) | φρενοβλαβής | φρενοβλαβές |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβή |
γενική | φρενοβλαβών | φρενοβλαβών | φρενοβλαβών |
αιτιατική | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβή |
κλητική | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβείς | φρενοβλαβή |
[cite]