φρονιμίτης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φρονιμίτης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φρονιμίτης.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) dhëmb i pjekurisë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φρονιμίτης οι φρονιμίτες γενική του φρονιμίτη των φρονιμιτών αιτιατική το φρονιμίτη τους φρονιμίτες κλητική φρονιμίτη φρονιμίτες [cite]