φτέρνα


φτέρνα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

thundër

thembër

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φτέρνα οι φτέρνες
γενική της φτέρνας των φτερνών
αιτιατική τη φτέρνα τις φτέρνες
κλητική φτέρνα φτέρνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *