φυσική Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φυσική https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φυσική.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) fizikë ενικός πληθυντικός ονομαστική η φυσική – γενική της φυσικής – αιτιατική τη φυσική – κλητική φυσική – [cite]