φωνή


φωνή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φωνή οι φωνές
γενική της φωνής των φωνών
αιτιατική τη φωνή τις φωνές
κλητική φωνή φωνές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *