φωτοτυπία


φωτοτυπία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fotokopje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φωτοτυπία οι φωτοτυπίες
γενική της φωτοτυπίας των φωτοτυπιών
αιτιατική τη φωτοτυπία τις φωτοτυπίες
κλητική φωτοτυπία φωτοτυπίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *