χίπης


χίπης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

hipis

Εναλλακτική μορφή: χίπις

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χίπης οι χίπηδες
γενική του χίπη των χίπηδων
αιτιατική το(ν) χίπη τους χίπηδες
κλητική χίπη χίπηδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *