χαλί


χαλί


(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
qilim

tapet

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαλί οι χαλιά
γενική του χαλιού των χαλιών
αιτιατική το χαλί τα χαλιά
κλητική χαλί χαλιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *