χαμηλότερος


χαμηλότερος

(επίθετο – mbiemër)
më i ulët

ενικός
ονομαστική χαμηλότερος χαμηλότερη χαμηλότερο
γενική χαμηλότερου χαμηλότερης χαμηλότερου
αιτιατική χαμηλότερο χαμηλότερη χαμηλότερο
κλητική χαμηλότερε χαμηλότερη χαμηλότερο
πληθυντικός
ονομαστική χαμηλότεροι χαμηλότερες χαμηλότερα
γενική χαμηλότερων χαμηλότερων χαμηλότερων
αιτιατική χαμηλότερους χαμηλότερες χαμηλότερα
κλητική χαμηλότεροι χαμηλότερες χαμηλότερα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *