( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
pare xhepi
bakshish
shpenzime dite
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το χαρτζιλίκι | τα χαρτζιλίκια |
γενική | του χαρτζιλικιού | των χαρτζιλικιών |
αιτιατική | το χαρτζιλίκι | τα χαρτζιλίκια |
κλητική | χαρτζιλίκι | χαρτζιλίκια |
[cite]