χασάπικο


χασάπικο


( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
dyqan mishi

thertore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χασάπικο τα χασάπικα
γενική του χασάπικου των χασάπικων
αιτιατική το χασάπικο τα χασάπικα
κλητική χασάπικο χασάπικα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *