χαφιές


χαφιές


( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

spiun
fuks
informator

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χαφιές οι χαφιέδες
γενική του χαφιέ των χαφιέδων
αιτιατική το(ν) χαφιέ τους χαφιέδες
κλητική χαφιέ χαφιέδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *