χαφιές Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χαφιές https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χαφιές.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) spiun fuks informator ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χαφιές οι χαφιέδες γενική του χαφιέ των χαφιέδων αιτιατική το(ν) χαφιέ τους χαφιέδες κλητική χαφιέ χαφιέδες [cite]