χείλος


χείλος

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
buzë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χείλος τα χείλη
γενική του χείλους των χειλέων
αιτιατική το χείλος τα χείλη
κλητική χείλος χείλη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *