(επίθετο – mbiemër)
më i keqi
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χείριστος | χείριστη | χείριστο |
γενική | χείριστου | χείριστης | χείριστου |
αιτιατική | χείριστο | χείριστη | χείριστο |
κλητική | χείριστε | χείριστη | χείριστο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χείριστοι | χείριστες | χείριστα |
γενική | χείριστων | χείριστων | χείριστων |
αιτιατική | χείριστους | χείριστες | χείριστα |
κλητική | χείριστοι | χείριστες | χείριστα |
[cite]