( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
përdorues
operator
makinist
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο χειριστής | οι χειριστές |
γενική | του χειριστή | των χειριστών |
αιτιατική | το(ν) χειριστή | τους χειριστές |
κλητική | χειριστή | χειριστές |
[cite]