(επίθετο – mbiemër)
i punuar me dorë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χειροποίητος | χειροποίητη | χειροποίητο |
γενική | χειροποίητου | χειροποίητης | χειροποίητου |
αιτιατική | χειροποίητο | χειροποίητη | χειροποίητο |
κλητική | χειροποίητε | χειροποίητη | χειροποίητο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χειροποίητοι | χειροποίητες | χειροποίητα |
γενική | χειροποίητων | χειροποίητων | χειροποίητων |
αιτιατική | χειροποίητους | χειροποίητες | χειροποίητα |
κλητική | χειροποίητοι | χειροποίητες | χειροποίητα |
[cite]