χειρόγραφο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χειρόγραφο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χειρόγραφο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) dorëshkrim ενικός πληθυντικός ονομαστική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα γενική του χειρογράφου των χειρογράφων αιτιατική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα κλητική χειρόγραφο χειρόγραφα [cite]