χειρόγραφο


χειρόγραφο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
dorëshkrim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα
γενική του χειρογράφου των χειρογράφων
αιτιατική το χειρόγραφο τα χειρόγραφα
κλητική χειρόγραφο χειρόγραφα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *