χειρόφρενο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χειρόφρενο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χειρόφρενο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) frena dore ενικός πληθυντικός ονομαστική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα γενική του χειρόφρενου των χειρόφρενων αιτιατική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα κλητική χειρόφρενο χειρόφρενα [cite]