χειρόφρενο


χειρόφρενο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
frena dore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα
γενική του χειρόφρενου των χειρόφρενων
αιτιατική το χειρόφρενο τα χειρόφρενα
κλητική χειρόφρενο χειρόφρενα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *