χερσότοπος


χερσότοπος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
tokë e papunuar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χερσότοπος οι χερσότοποι
γενική του χερσοτόπου & χερσότοπου των χερσοτόπων & χερσότοπων
αιτιατική το(ν) χερσότοπο τους χερσοτόπους & χερσότοπους
κλητική χερσότοπε χερσότοποι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *