χιονόνερο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χιονόνερο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χιονόνερο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) borë me shi shi bore ενικός πληθυντικός ονομαστική το χιονόνερο τα χιονόνερα γενική του χιονόνερου των χιονόνερων αιτιατική το χιονόνερο τα χιονόνερα κλητική χιονόνερο χιονόνερα [cite]