χλωρίνη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χλωρίνη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χλωρίνη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) klor ενικός πληθυντικός ονομαστική η χλωρίνη οι χλωρίνες γενική της χλωρίνης των χλωρινών αιτιατική τη χλωρίνη τις χλωρίνες κλητική χλωρίνη χλωρίνες [cite]